επανασυνδέω

επανασυνδέω
μετ.
1) вновь соединять, связывать; 2) восстанавливать;

επανασυνδέω διπλωματικές σχέσεις — восстанавливать дипломатические отношения;

επανασυνδέω τηλεφωνική συγκοινωνία — восстанавливать телефонную связь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επανασυνδέω" в других словарях:

  • επανασυνδέω — επανασυνδέω, επανασύνδεσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επανασυνδέω — ενώνω ξανά, ξαναδένω, ξανασυνδέω πρόσωπα ή πράγματα ή καταστάσεις που είχαν διαλυθεί ή αποχωριστεί …   Dictionary of Greek

  • επανασυνδέω — επανασύνδεσα και επανασυνέδεσα, επανασυνδέθηκα, επανασυνδεμένος, μτβ., κυριολ. και μτφ., δύο ή περισσότερα πράγματα ή πρόσωπα που αποχωρίστηκαν μεταξύ τους τα συνδέω πάλι, ανασυνδέω, ξαναδένω. Επανασύνδεσαν τις σχέσεις τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

  • επανασύνδεση — Η διαδικασία κατά την οποία θετικά ιόντα συναντούν ηλεκτρόνια και ενώνονται μαζί τους για τον σχηματισμό ουδέτερων ατόμων ή μορίων (δηλαδή, διαδικασία αντίθετη προς τον ιονισμό). Η σύλληψη ενός ηλεκτρονίου από ένα βαρύ ιόν είναι πολύ δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • συμφιλιώνω — συμφιλιῶ, όω, ΝΜ επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλιῶ / ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»